- αθρυψία
- ἀθρυψία, η (Α) [ἄθρυπτος]έλλειψη μαλθακότητας και πολυτέλειας, λιτότητα στον τρόπο ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθρυψίᾳ — ἀθρυψίᾱͅ , ἀθρυψία a simple way of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek